ἐπικοίνως

ἐπικοίνως
ἐπίκοινος
common to many
adverbial
ἐπίκοινος
common to many
masc/fem acc pl (doric)
ἐπικοινόομαι
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἐπικοινόω
communicate
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”